ὑποσπείροντος

ὑποσπείροντος
ὑποσπείρω
sow
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποσπείρω — Α [σπείρω] 1. μτφ. διασπείρω κρυφά («τῶν λόγων τοῡ Πλάτωνος ἔστιν οὕστινας ὑποσπείροντος», Πλούτ.) 2. παθ. ὑποσπείρομαι (για την γη) σπέρνομαι κάτω από τα δέντρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”